καταδολίευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταδολίευση οι καταδολιεύσεις
      γενική της καταδολίευσης* των καταδολιεύσεων
    αιτιατική την καταδολίευση τις καταδολιεύσεις
     κλητική καταδολίευση καταδολιεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταδολιεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταδολίευση < κατα- + δολίευση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική fraude[1])

Ουσιαστικό

καταδολίευση θηλυκό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

  1. καταδολίευση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.