καταδολίευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταδολίευση | οι | καταδολιεύσεις |
| γενική | της | καταδολίευσης* | των | καταδολιεύσεων |
| αιτιατική | την | καταδολίευση | τις | καταδολιεύσεις |
| κλητική | καταδολίευση | καταδολιεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καταδολιεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καταδολιεύομαι
Μεταφράσεις
- καταδολίευση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.