δολίευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δολίευση | οι | δολιεύσεις |
| γενική | της | δολίευσης* | των | δολιεύσεων |
| αιτιατική | τη | δολίευση | τις | δολιεύσεις |
| κλητική | δολίευση | δολιεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, δολιεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δολίευση < (καθαρεύουσα) δολίευσις < δολιεύομαι + -σις < (ελληνιστική κοινή) δολιεύομαι < αρχαία ελληνική δόλος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις δολιεύομαι και δόλος
Μεταφράσεις
δολίευση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.