καταδολιεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταδολιεύομαι < κατα- + ελληνιστική κοινή δολιεύομαι (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική frauder[1] [2])
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ta.ðo.liˈe.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐δο‐λι‐εύ‐ο‐μαι
Ρήμα
καταδολιεύομαι, π.αόρ.: καταδολιεύτηκα, μτχ.π.π.: καταδολιευμένος (αποθετικό ρήμα)
- (λόγιο) χρησιμοποιώντας δόλο εξαπατώ κάποιον (ιδίως ως νομικός όρος)
Συγγενικά
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταδολιεύομαι | καταδολιευόμουν(α) | θα καταδολιεύομαι | να καταδολιεύομαι | ||
| β' ενικ. | καταδολιεύεσαι | καταδολιευόσουν(α) | θα καταδολιεύεσαι | να καταδολιεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | καταδολιεύεται | καταδολιευόταν(ε) | θα καταδολιεύεται | να καταδολιεύεται | ||
| α' πληθ. | καταδολιευόμαστε | καταδολιευόμαστε καταδολιευόμασταν |
θα καταδολιευόμαστε | να καταδολιευόμαστε | ||
| β' πληθ. | καταδολιεύεστε | καταδολιευόσαστε καταδολιευόσασταν |
θα καταδολιεύεστε | να καταδολιεύεστε | (καταδολιεύεστε) | |
| γ' πληθ. | καταδολιεύονται | καταδολιεύονταν καταδολιευόντουσαν |
θα καταδολιεύονται | να καταδολιεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταδολιεύτηκα | θα καταδολιευτώ | να καταδολιευτώ | καταδολιευτεί | ||
| β' ενικ. | καταδολιεύτηκες | θα καταδολιευτείς | να καταδολιευτείς | καταδολιεύσου | ||
| γ' ενικ. | καταδολιεύτηκε | θα καταδολιευτεί | να καταδολιευτεί | |||
| α' πληθ. | καταδολιευτήκαμε | θα καταδολιευτούμε | να καταδολιευτούμε | |||
| β' πληθ. | καταδολιευτήκατε | θα καταδολιευτείτε | να καταδολιευτείτε | καταδολιευτείτε | ||
| γ' πληθ. | καταδολιεύτηκαν καταδολιευτήκαν(ε) |
θα καταδολιευτούν(ε) | να καταδολιευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω καταδολιευτεί | είχα καταδολιευτεί | θα έχω καταδολιευτεί | να έχω καταδολιευτεί | καταδολιευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις καταδολιευτεί | είχες καταδολιευτεί | θα έχεις καταδολιευτεί | να έχεις καταδολιευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει καταδολιευτεί | είχε καταδολιευτεί | θα έχει καταδολιευτεί | να έχει καταδολιευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταδολιευτεί | είχαμε καταδολιευτεί | θα έχουμε καταδολιευτεί | να έχουμε καταδολιευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε καταδολιευτεί | είχατε καταδολιευτεί | θα έχετε καταδολιευτεί | να έχετε καταδολιευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταδολιευτεί | είχαν καταδολιευτεί | θα έχουν καταδολιευτεί | να έχουν καταδολιευτεί | ||
Αναφορές
- καταδολιεύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.