καταδολιεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταδολιεύομαι < κατα- + ελληνιστική κοινή δολιεύομαι (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική frauder[1] [2])

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ta.ðo.liˈe.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταδολιεύομαι

Ρήμα

καταδολιεύομαι, π.αόρ.: καταδολιεύτηκα, μτχ.π.π.: καταδολιευμένος (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. καταδολιεύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.