καταγραμμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταγραμμένος | η | καταγραμμένη | το | καταγραμμένο |
| γενική | του | καταγραμμένου | της | καταγραμμένης | του | καταγραμμένου |
| αιτιατική | τον | καταγραμμένο | την | καταγραμμένη | το | καταγραμμένο |
| κλητική | καταγραμμένε | καταγραμμένη | καταγραμμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταγραμμένοι | οι | καταγραμμένες | τα | καταγραμμένα |
| γενική | των | καταγραμμένων | των | καταγραμμένων | των | καταγραμμένων |
| αιτιατική | τους | καταγραμμένους | τις | καταγραμμένες | τα | καταγραμμένα |
| κλητική | καταγραμμένοι | καταγραμμένες | καταγραμμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
καταγραμμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.