κατάστιξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάστιξη οι καταστίξεις
      γενική της κατάστιξης* των καταστίξεων
    αιτιατική την κατάστιξη τις καταστίξεις
     κλητική κατάστιξη καταστίξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταστίξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατάστιξη < ελληνιστική κοινή κατάστιξις < αρχαία ελληνική καταστίζω

Ουσιαστικό

κατάστιξη θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταστίζω
  2. (ειδικότερα) η δερματοστιξία, το τατουάζ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.