δερματοστιξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δερματοστιξία | οι | δερματοστιξίες |
| γενική | της | δερματοστιξίας | των | δερματοστιξιών |
| αιτιατική | τη | δερματοστιξία | τις | δερματοστιξίες |
| κλητική | δερματοστιξία | δερματοστιξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δερματοστιξία θηλυκό
- η τέχνη της διακόσμησης του δέρματος με ανεξίτηλα χρωματιστά σχέδια
- το τατουάζ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.