δερματοστιξία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δερματοστιξία οι δερματοστιξίες
      γενική της δερματοστιξίας των δερματοστιξιών
    αιτιατική τη δερματοστιξία τις δερματοστιξίες
     κλητική δερματοστιξία δερματοστιξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δερματοστιξία < δερματο- (δέρμα) + -στιξία (στίζω)

Ουσιαστικό

δερματοστιξία θηλυκό

  1. η τέχνη της διακόσμησης του δέρματος με ανεξίτηλα χρωματιστά σχέδια
  2. το τατουάζ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.