καταπλήξεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
καταπλήξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταπλήσσω
- θα καταπλήξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταπλήσσω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
καταπλήξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατάπληξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.