πλῆξις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλῆξῐς αἱ πλήξεις
      γενική τῆς πλήξεως τῶν πλήξεων
      δοτική τῇ πλήξει ταῖς πλήξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πλῆξῐν τὰς πλήξεις
     κλητική ! πλῆξῐ πλήξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλήξει
γεν-δοτ τοῖν  πληξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλῆξις < πλήσσω / πλήττω, πληκ-, πληγ- + -σις

Ουσιαστικό

πλῆξις θηλυκό

  • δωρικός τύπος: πλᾶξις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.