κατάντη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | κατάντη | ||
| γενική | των | κατάντων | ||
| αιτιατική | τα | κατάντη | ||
| κλητική | κατάντη | |||
| όπως «ιδιόόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κατάντη ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (λόγιο) τα μέρη που βρίσκονται προς την κάτω πλευρά
- ※ Το συνολικό μήκος του γεφυριού είναι 123 μ. περίπου. Τα δύο νέα μεσόβαθρα και τα δύο εκατέρωθεν αυτών ανακατασκευασμένα, πλαισιώθηκαν με τσιμεντένιους στύλους για τη στήριξη του καταστρώματος. Οι στύλοι θεμελιώθηκαν πάνω στους πέτρινους προβόλους των βάθρων. Στο αριστερό άκρο του γεφυριού, από την κατάντη πλευρά, προστέθηκε τσιμεντένια αντηρίδα για την ενίσχυση του υπερυψωμένου νέου καταστρώματος από σκυρόδεμα. (Σωτήριος Γοργογέτας, Τα πέτρινα γεφύρια του νομού Τρικάλων, εκδ. Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Αιθήκων, Τρίκαλα ²2004, σελ. 136-137)
- ↪ περιοχή (στα) κατάντη της κεντρικής διώρυγας
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κατάντης
Μεταφράσεις
κατάντη
Πηγές
- κατάντη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.