downstream

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

downstream < down- + stream

Επίθετο

downstream (en)

  1. ο κατάντης, αυτός που απομακρύνεται από τις πηγές, αυτός που πηγαίνει στην κατεύθυνση της ροής
  2. (πληροφορική) αυτό που έχει σχέση με την κατεύθυνση από τον εξυπηρετητή (server) στον πελάτη (client)
     δείτε τη λέξη downloading
    δείτε επίσης: Downstream (networking) στην αγγλική Βικιπαίδεια
  3. (λογισμικό) αυτό που έχει σχέση με την βελτίωση (ή διόρθωση) που οι δημιουργοί λογισμικού ανοιχτού κώδικα προσφέρουν σε τρίτους που χρησιμοποιούν τον κώδικά τους για να δημιουργήσουν μία δική τους έκδοση
    δείτε επίσης: Downstream (software development) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αντώνυμα

  • downstream στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.