downstream
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- downstream < down- + stream
Επίθετο
downstream (en)
- ο κατάντης, αυτός που απομακρύνεται από τις πηγές, αυτός που πηγαίνει στην κατεύθυνση της ροής
- (πληροφορική) αυτό που έχει σχέση με την κατεύθυνση από τον εξυπηρετητή (server) στον πελάτη (client)
- → δείτε τη λέξη downloading
- δείτε επίσης: Downstream (networking) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (λογισμικό) αυτό που έχει σχέση με την βελτίωση (ή διόρθωση) που οι δημιουργοί λογισμικού ανοιχτού κώδικα προσφέρουν σε τρίτους που χρησιμοποιούν τον κώδικά τους για να δημιουργήσουν μία δική τους έκδοση
- δείτε επίσης: Downstream (software development) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αντώνυμα
-
downstream στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.