ανάντη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Κλιτικός τύπος. Ο πληθυντικός ουδέτερου επιθέτου, επίσης ουσιαστικοποιημένος και σε επιρρηματική χρήση. → δείτε τις λέξεις ανάντης και ἀνάντης
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈnan.di/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νά‐ντη
Κλιτικός τύπος επιθέτου
Επίρρημα
ανάντη [3]
Αντώνυμα
Αντώνυμα
Αναφορές
- ανάντης - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανάντης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ανάντη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ἀνάντης, ἀνάντη - ἄναντα σελ.424 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.