καταληπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταληπτικός η καταληπτική το καταληπτικό
      γενική του καταληπτικού της καταληπτικής του καταληπτικού
    αιτιατική τον καταληπτικό την καταληπτική το καταληπτικό
     κλητική καταληπτικέ καταληπτική καταληπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταληπτικοί οι καταληπτικές τα καταληπτικά
      γενική των καταληπτικών των καταληπτικών των καταληπτικών
    αιτιατική τους καταληπτικούς τις καταληπτικές τα καταληπτικά
     κλητική καταληπτικοί καταληπτικές καταληπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καταληπτικός < (ελληνιστική κοινή) καταληπτικός < καταλαμβάνω < λαμβάνω

Επίθετο

καταληπτικός, -ή, -ό

  1. (στρατιωτικός όρος) ο ικανός για κατάληψη - κυριαρχία
  2. (ιατρική) που έχει σχέση με την καταληψία ή αναφέρεται σ' αυτή
  3. που έχει την ικανότητα να κατανοήσει

Ουσιαστικό

καταληπτικός (θηλυκό: καταληπτική)

  1. (ιατρική) που πάσχει από καταληψία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.