καταληπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καταληπτικός | η | καταληπτική | το | καταληπτικό |
| γενική | του | καταληπτικού | της | καταληπτικής | του | καταληπτικού |
| αιτιατική | τον | καταληπτικό | την | καταληπτική | το | καταληπτικό |
| κλητική | καταληπτικέ | καταληπτική | καταληπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καταληπτικοί | οι | καταληπτικές | τα | καταληπτικά |
| γενική | των | καταληπτικών | των | καταληπτικών | των | καταληπτικών |
| αιτιατική | τους | καταληπτικούς | τις | καταληπτικές | τα | καταληπτικά |
| κλητική | καταληπτικοί | καταληπτικές | καταληπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καταληπτικός < (ελληνιστική κοινή) καταληπτικός < καταλαμβάνω < λαμβάνω
Επίθετο
καταληπτικός, -ή, -ό
- (στρατιωτικός όρος) ο ικανός για κατάληψη - κυριαρχία
- (ιατρική) που έχει σχέση με την καταληψία ή αναφέρεται σ' αυτή
- που έχει την ικανότητα να κατανοήσει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.