κατάγραφων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κατάγραφων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του κατάγραφος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του κατάγραφος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κατάγραφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.