ραδιοκασετόφωνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ραδιοκασετόφωνο | τα | ραδιοκασετόφωνα |
| γενική | του | ραδιοκασετόφωνου | των | ραδιοκασετόφωνων |
| αιτιατική | το | ραδιοκασετόφωνο | τα | ραδιοκασετόφωνα |
| κλητική | ραδιοκασετόφωνο | ραδιοκασετόφωνα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ραδιοκασετόφωνο ουδέτερο
- ηλεκτρονική συσκευή που συνδυάζει την ύπαρξη ραδιοφώνου και κασετοφώνου
- ραδιοκασσετόφωνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
