καρυκεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καρυκεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καρυκεύω < καρύκη

Ρήμα

καρυκεύω

  1. (κυριολεκτικά) προσθέτω καρύκευμα σε φαγητό
  2. (μεταφορικά) εμπλουτίζω η στολίζω το λόγο μου με ευφυολογήματα και ανάλαφρες «πινελιές»

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καρυκεύω (ελληνιστική κοινή) < καρύκ(η) + -εύω

Ρήμα

καρυκεύω (ελληνιστική κοινή)

  1. νοστιμεύω φαγητό με καρυκεύματα
      2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 4, 74 , 173d, @scaife.perseus, @el.wikisource
    Ἀχαιὸς δ’ ὁ Ἐρετριεὺς ἐν Ἀλκμαίωνι τῷ σατυρικῷ καρυκκοποιοὺς καλεῖ τοὺς Δελφοὺς διὰ τούτων
    καρυκκοποιοὺς προσβλέπων βδελύττομαι,
    παρόσον τὰ ἱερεῖα περιτέμνοντες δῆλον ὡς ἐμαγείρευον αὐτὰ καὶ ἐκαρύκκευον.
  2. συνταράσσω, ανακατώνω, περιπλέκω
  3. (μεταφορικά) (για λόγο) μιλάω με γλαφυρό τρόπο χρησιμοποιώντας ωραίες λέξεις ή φράσεις

  • καρυκάζω (κατά τον Ησύχιο)

Συγγενικά

Σύνθετα

  • ἐκκαρυκεύω
  • κατακαρυκεύω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.