καρυκεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καρυκεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καρυκεύω < καρύκη
Ρήμα
καρυκεύω
- (κυριολεκτικά) προσθέτω καρύκευμα σε φαγητό
- (μεταφορικά) εμπλουτίζω η στολίζω το λόγο μου με ευφυολογήματα και ανάλαφρες «πινελιές»
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καρυκεύω | καρύκευα | θα καρυκεύω | να καρυκεύω | καρυκεύοντας | |
| β' ενικ. | καρυκεύεις | καρύκευες | θα καρυκεύεις | να καρυκεύεις | καρύκευε | |
| γ' ενικ. | καρυκεύει | καρύκευε | θα καρυκεύει | να καρυκεύει | ||
| α' πληθ. | καρυκεύουμε | καρυκεύαμε | θα καρυκεύουμε | να καρυκεύουμε | ||
| β' πληθ. | καρυκεύετε | καρυκεύατε | θα καρυκεύετε | να καρυκεύετε | καρυκεύετε | |
| γ' πληθ. | καρυκεύουν(ε) | καρύκευαν καρυκεύαν(ε) |
θα καρυκεύουν(ε) | να καρυκεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καρύκεψα | θα καρυκέψω | να καρυκέψω | καρυκέψει | ||
| β' ενικ. | καρύκεψες | θα καρυκέψεις | να καρυκέψεις | καρύκεψε | ||
| γ' ενικ. | καρύκεψε | θα καρυκέψει | να καρυκέψει | |||
| α' πληθ. | καρυκέψαμε | θα καρυκέψουμε | να καρυκέψουμε | |||
| β' πληθ. | καρυκέψατε | θα καρυκέψετε | να καρυκέψετε | καρυκέψτε | ||
| γ' πληθ. | καρύκεψαν καρυκέψαν(ε) |
θα καρυκέψουν(ε) | να καρυκέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καρυκέψει | είχα καρυκέψει | θα έχω καρυκέψει | να έχω καρυκέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις καρυκέψει | είχες καρυκέψει | θα έχεις καρυκέψει | να έχεις καρυκέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει καρυκέψει | είχε καρυκέψει | θα έχει καρυκέψει | να έχει καρυκέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καρυκέψει | είχαμε καρυκέψει | θα έχουμε καρυκέψει | να έχουμε καρυκέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε καρυκέψει | είχατε καρυκέψει | θα έχετε καρυκέψει | να έχετε καρυκέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καρυκέψει | είχαν καρυκέψει | θα έχουν καρυκέψει | να έχουν καρυκέψει |
| |
Μεταφράσεις
Πηγές
- καρυκεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καρυκεύω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- καρυκεύω (ελληνιστική κοινή) < καρύκ(η) + -εύω
Ρήμα
καρυκεύω (ελληνιστική κοινή)
- νοστιμεύω φαγητό με καρυκεύματα
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 4, 74 , 173d, @scaife.perseus, @el.wikisource
- Ἀχαιὸς δ’ ὁ Ἐρετριεὺς ἐν Ἀλκμαίωνι τῷ σατυρικῷ καρυκκοποιοὺς καλεῖ τοὺς Δελφοὺς διὰ τούτων
καρυκκοποιοὺς προσβλέπων βδελύττομαι,
παρόσον τὰ ἱερεῖα περιτέμνοντες δῆλον ὡς ἐμαγείρευον αὐτὰ καὶ ἐκαρύκκευον.
- Ἀχαιὸς δ’ ὁ Ἐρετριεὺς ἐν Ἀλκμαίωνι τῷ σατυρικῷ καρυκκοποιοὺς καλεῖ τοὺς Δελφοὺς διὰ τούτων
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 4, 74 , 173d, @scaife.perseus, @el.wikisource
- συνταράσσω, ανακατώνω, περιπλέκω
- (μεταφορικά) (για λόγο) μιλάω με γλαφυρό τρόπο χρησιμοποιώντας ωραίες λέξεις ή φράσεις
- καρυκάζω (κατά τον Ησύχιο)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καρύκη
Σύνθετα
- ἐκκαρυκεύω
- κατακαρυκεύω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- καρυκεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.