καρύκευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρύκευση οι καρυκεύσεις
      γενική της καρύκευσης* των καρυκεύσεων
    αιτιατική την καρύκευση τις καρυκεύσεις
     κλητική καρύκευση καρυκεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καρυκεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρύκευση < καρυκεύ(ω) + -ση

Ουσιαστικό

καρύκευση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.