καρύκη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| κᾰρῡκ | ||||||||
| ονομαστική | ἡ | καρύκη | αἱ | καρῦκαι | ||||
| γενική | τῆς | καρύκης | τῶν | καρυκῶν | ||||
| δοτική | τῇ | καρύκῃ | ταῖς | καρύκαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | καρύκην | τὰς | καρύκᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | καρύκη | καρῦκαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καρύκᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | καρύκαιν | ||||||
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- καρύκη (ελληνιστική κοινή) < αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανό δάνειο ίσως από τη λυδική γλώσσα [1] ή κατ' άλλη άποψη προελληνικής προέλευσης [2]
Ουσιαστικό
καρύκη θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (γαστρονομία) είδος (κυρίως λυδικής) σάλτσας με αίμα και μπαχαρικά
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 12, 12 @scaife.perseus, @el.wikisource
- πρῶτοι δὲ Λυδοὶ καὶ τὴν καρύκην ἐξεῦρον, περὶ ἧς τῆς σκευασίας οἱ τὰ Ὀψαρτυτικὰ συνθέντες εἰρήκασιν, Γλαῦκός τε ὁ Λοκρὸς καὶ Μίθαικος καὶ Διονύσιος Ἡρακλεῖδαί τε δύο γένος Συρακόσιοι καὶ Ἆγις καὶ Ἐπαίνετος καὶ Διονύσιος ἔτι τε Ἡγήσιππος καὶ Ἐρασίστρατος καὶ Εὐθύδημος καὶ Κρίτων, πρὸς τούτοις δὲ Στέφανος, ι Ἀρχύτας, Ἀκέστιος, Ἀκεσίας, Διοκλῆς, Φιλιστίων.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De differentiis pulsuum, 2.2, p.568 @scaife.perseus
- ἐπεὶ δὲ οὐχ Ἑλληνικὴν διάλεκτον εἰλικρινῶς οὐδεμίαν, οὐδὲ βάρβαρον ἁπλῶς, ἀλλά τινα μικτὴν ἔξ ἁπασῶν, οἷον καρύκην, ἤ τινα ποικιλωτέραν τε καὶ ἀλλοκωτέραν καρύκης συντιθέασιν, ὡς ἂν ἕκαστος αὐτῶν βούληται, τὰ μὲν ἐκ Φοινίκης τε καὶ Συρίας, τὰ δὲ ἐξ Αἰγύπτου τε καὶ Θρᾴκης, ἢ ποθὲν ἄλλοθεν συμφορήσας, εἶτα τοῖς τῶν Ἑλλήνων ὀνόμασι μιγνὺς, οὐδὲ τούτοις γνησίοις, ἀλλὰ πολυειδῶς παρεφθαρμένοις, ἐγὼ μὲν οὐκ ἔχω μὰ τοὺς θεοὺς, ὅ τι καὶ γένωμαι, μήτ’ ἐκμανθάνειν τὰς τοιαύτας διαλέκτους δυνάμενος μήτ’ ἐκείνους πείθων μίαν ἐκμανθάνειν τὴν τῶν Ἑλλήνων,
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 12, 12 @scaife.perseus, @el.wikisource
- καρύκκη
Παράγωγα
- στη νέα ελληνική: καρυκεύω, καρύκευμα
Αναφορές
- «καρυκεύω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- καρύκη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καρύκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.