καρπαζιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καρπαζιά | οι | καρπαζιές |
| γενική | της | καρπαζιάς | των | καρπαζιών |
| αιτιατική | την | καρπαζιά | τις | καρπαζιές |
| κλητική | καρπαζιά | καρπαζιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καρπαζιά < καλπαζιά[1] < καλπάζω < αρχαία ελληνική καλπάζω (ή γαλλική kepaze[2] < οθωμανική τουρκική كپازه)
Ουσιαστικό
καρπαζιά θηλυκό
- (κυριολεκτικά) δυνατή σφαλιάρα στο σβέρκο
- (μεταφορικά) η ταπείνωση, η προσβολή
Συγγενικά
- καρπαζοεισπράχτορας
- καρπάζωμα
- καρπαζωμένος
- καρπαζώνω
- → δείτε τη λέξη καλπάζω
Μεταφράσεις
καρπαζιά
- καρπαζιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.