καριερισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καριερισμός | οι | καριερισμοί |
| γενική | του | καριερισμού | των | καριερισμών |
| αιτιατική | τον | καριερισμό | τους | καριερισμούς |
| κλητική | καριερισμέ | καριερισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καριερισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική carriérisme < carrière < ιταλική carriera < υστερολατινική carraria < λατινική carrus < γαλατική *karros < πρωτοκελτική *karros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱr̥sós < *ḱers- (τρέχω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.rʝe.ri.ˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ριε‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό
καριερισμός αρσενικό
- η κατάσταση ή η συμπεριφορά του καριερίστα, που ασχολείται υπερβολικά με την καριέρα του
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καριέρα
-
Careerism στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.