καρδιοχειρουργός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η καρδιοχειρουργός οι καρδιοχειρουργοί
      γενική του/της καρδιοχειρουργού των καρδιοχειρουργών
    αιτιατική τον/την καρδιοχειρουργό τους/τις καρδιοχειρουργούς
     κλητική καρδιοχειρουργέ καρδιοχειρουργοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρδιοχειρουργός < καρδιο- + χειρουργός

Προφορά

ΔΦΑ : /kaɾ.ði.o.çi.ɾuɾˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρδιοχειρουργός

Ουσιαστικό

καρδιοχειρουργός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις καρδιά και χειρουργός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.