καρδάμωμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καρδάμωμο | τα | καρδάμωμα |
| γενική | του | καρδάμωμου | των | καρδάμωμων |
| αιτιατική | το | καρδάμωμο | τα | καρδάμωμα |
| κλητική | καρδάμωμο | καρδάμωμα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καρδάμωμο < ελληνιστική κοινή καρδάμωμον[1] < αρχαία ελληνική κάρδαμον + ἄμωμον ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική cardamome[2])
Ουσιαστικό
καρδάμωμο ουδέτερο
- (βοτανική) είδος πόας (Elettaria cardamomum)
- (γαστρονομία) το μπαχαρικό που παράγεται από τον αποξηραμένο καρπό τού 1
Αναφορές
- καρδάμωμο - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- καρδάμωμο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.