καρδάμωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καρδάμωμα | τα | καρδαμώματα |
| γενική | του | καρδαμώματος | των | καρδαμωμάτων |
| αιτιατική | το | καρδάμωμα | τα | καρδαμώματα |
| κλητική | καρδάμωμα | καρδαμώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaɾˈða.mo.ma/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.