καρβέλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρβέλι τα καρβέλια
      γενική του καρβελιού των καρβελιών
    αιτιατική το καρβέλι τα καρβέλια
     κλητική καρβέλι καρβέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα καρβέλι ψωμί

Ετυμολογία

καρβέλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρβέλιν / γαρβέλιν < σλαβικής προέλευσης karvalj (ή < αρωμουνική kârveli[1], πληθυντικός τού kârvḙale)

Ουσιαστικό

καρβέλι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.