καρβελάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καρβελάκι | τα | καρβελάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | καρβελάκι | τα | καρβελάκια |
| κλητική | καρβελάκι | καρβελάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καρβελάκι < καρβέλι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
καρβελάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του καρβέλι
- Δεν έχω τίποτα άλλο να τους δώσω να φάνε, μόνο τις δυόμισι οκάδες μανέστρα με το λίγο λαδάκι, το μισό προσφοράκι και το μισό καρβελάκι. (*)
Συγγενικά
Σημειώσεις
<references>
Μεταφράσεις
καρβελάκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.