loaf

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
loaf loaves

loaf (en)

  1. (τρόφιμο) φραντζόλα, το καρβέλι
    a loaf of bread - ένα καρβέλι ψωμί
  2. (λαϊκότροπο) μυαλό, πολυμηχανία, επινοητικότητα

Ρήμα

ενεστώτας loaf
γ΄ ενικό ενεστώτα loafs
αόριστος loafed
παθητική μετοχή loafed
ενεργητική μετοχή loafing

loaf (en)

  • (αμετάβατο, ανεπίσημο) γυρίζω, τεμπελιάζω, κοπροσκυλιάζω, ξοδεύω τον χρόνο μου χωρίς να κάνω τίποτα, ειδικά όταν πρέπει να δουλεύω
    He’s loafing around the streets instead of working.
    Γυρίζει στους δρόμους αντί να δουλέψει.
    Don’t waste your time loafing around!
    Μην χάνεις την ώρα σου τεμπελιάζοντας!
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη loiter

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.