καπούλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπούλι τα καπούλια
      γενική του καπουλιού των καπουλιών
    αιτιατική το καπούλι τα καπούλια
     κλητική καπούλι καπούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπούλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καπούλι(ο)ν < καπούλα / κάπουλα < υστερολατινική scapula[1] < λατινική scapulae < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kap-  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈpu.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καπούλι

Ουσιαστικό

καπούλι ουδέτερο

  1. (οικείο) (ιδίως στον πληθυντικό: καπούλια) τα νώτα υποζυγίου
  2. (μεταφορικά, οικείο) μεγάλα οπίσθια γυναίκας (ενίοτε και άνδρα)

Συγγενικά

  • απανωκάπουλα / πανωκάπουλα
  • διπλοκάπουλα
  • διπλοκάπουλος
  • καπουλιάστρα
  • κάπουλο
  • λιγνοκάπουλος
  • ορθοκάπουλος
  • πισωκάπουλα / οπισωκάπουλα
  • σκαπουλάρισμα
  • σκαπουλάρω / σκαπουλώ
  • σκάπουλας
  • σκάπουλος
  • φαρδοκάπουλος
  • χρυσοκάπουλος
  • χυτοκάπουλα
  • ψηλοκάπουλος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.