καπούλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καπούλι | τα | καπούλια |
| γενική | του | καπουλιού | των | καπουλιών |
| αιτιατική | το | καπούλι | τα | καπούλια |
| κλητική | καπούλι | καπούλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καπούλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καπούλι(ο)ν < καπούλα / κάπουλα < υστερολατινική scapula[1] < λατινική scapulae < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kap- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈpu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐πού‐λι
Ουσιαστικό
καπούλι ουδέτερο
Συγγενικά
- απανωκάπουλα / πανωκάπουλα
- διπλοκάπουλα
- διπλοκάπουλος
- καπουλιάστρα
- κάπουλο
- λιγνοκάπουλος
- ορθοκάπουλος
- πισωκάπουλα / οπισωκάπουλα
- σκαπουλάρισμα
- σκαπουλάρω / σκαπουλώ
- σκάπουλας
- σκάπουλος
- φαρδοκάπουλος
- χρυσοκάπουλος
- χυτοκάπουλα
- ψηλοκάπουλος
Μεταφράσεις
- καπούλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.