καπλαντίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καπλαντίζω < τουρκική kapladı < kaplamak < οθωμανική τουρκική قاپلامق (καλύπτω, επενδύω)

Ρήμα

καπλαντίζω (παθητική φωνή: καπλαντίζομαι)

  1. επενδύω, επικαλύπτω κάποιο υλικό ή αντικείμενο με καπλαμά
  2. (ειδικότερα) καλύπτω μόνιμα ένα πάπλωμα με σεντόνι ή άλλο αντικείμενο από μαλακό ύφασμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.