καπλαντίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καπλαντίζω < τουρκική kapladı < kaplamak < οθωμανική τουρκική قاپلامق (καλύπτω, επενδύω)
Ρήμα
καπλαντίζω (παθητική φωνή: καπλαντίζομαι)
- επενδύω, επικαλύπτω κάποιο υλικό ή αντικείμενο με καπλαμά
- (ειδικότερα) καλύπτω μόνιμα ένα πάπλωμα με σεντόνι ή άλλο αντικείμενο από μαλακό ύφασμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καπλαντίζω | καπλάντιζα | θα καπλαντίζω | να καπλαντίζω | καπλαντίζοντας | |
| β' ενικ. | καπλαντίζεις | καπλάντιζες | θα καπλαντίζεις | να καπλαντίζεις | καπλάντιζε | |
| γ' ενικ. | καπλαντίζει | καπλάντιζε | θα καπλαντίζει | να καπλαντίζει | ||
| α' πληθ. | καπλαντίζουμε | καπλαντίζαμε | θα καπλαντίζουμε | να καπλαντίζουμε | ||
| β' πληθ. | καπλαντίζετε | καπλαντίζατε | θα καπλαντίζετε | να καπλαντίζετε | καπλαντίζετε | |
| γ' πληθ. | καπλαντίζουν(ε) | καπλάντιζαν καπλαντίζαν(ε) |
θα καπλαντίζουν(ε) | να καπλαντίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καπλάντισα | θα καπλαντίσω | να καπλαντίσω | καπλαντίσει | ||
| β' ενικ. | καπλάντισες | θα καπλαντίσεις | να καπλαντίσεις | καπλάντισε | ||
| γ' ενικ. | καπλάντισε | θα καπλαντίσει | να καπλαντίσει | |||
| α' πληθ. | καπλαντίσαμε | θα καπλαντίσουμε | να καπλαντίσουμε | |||
| β' πληθ. | καπλαντίσατε | θα καπλαντίσετε | να καπλαντίσετε | καπλαντίστε | ||
| γ' πληθ. | καπλάντισαν καπλαντίσαν(ε) |
θα καπλαντίσουν(ε) | να καπλαντίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καπλαντίσει | είχα καπλαντίσει | θα έχω καπλαντίσει | να έχω καπλαντίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καπλαντίσει | είχες καπλαντίσει | θα έχεις καπλαντίσει | να έχεις καπλαντίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καπλαντίσει | είχε καπλαντίσει | θα έχει καπλαντίσει | να έχει καπλαντίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καπλαντίσει | είχαμε καπλαντίσει | θα έχουμε καπλαντίσει | να έχουμε καπλαντίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καπλαντίσει | είχατε καπλαντίσει | θα έχετε καπλαντίσει | να έχετε καπλαντίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καπλαντίσει | είχαν καπλαντίσει | θα έχουν καπλαντίσει | να έχουν καπλαντίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.