καπλαντιστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καπλαντιστός | η | καπλαντιστή | το | καπλαντιστό |
| γενική | του | καπλαντιστού | της | καπλαντιστής | του | καπλαντιστού |
| αιτιατική | τον | καπλαντιστό | την | καπλαντιστή | το | καπλαντιστό |
| κλητική | καπλαντιστέ | καπλαντιστή | καπλαντιστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καπλαντιστοί | οι | καπλαντιστές | τα | καπλαντιστά |
| γενική | των | καπλαντιστών | των | καπλαντιστών | των | καπλαντιστών |
| αιτιατική | τους | καπλαντιστούς | τις | καπλαντιστές | τα | καπλαντιστά |
| κλητική | καπλαντιστοί | καπλαντιστές | καπλαντιστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καπλαντιστός < καπλαντίζω + -τός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καπλαντίζω
Μεταφράσεις
καπλαντιστός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.