καπλαμάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καπλαμάς | οι | καπλαμάδες |
| γενική | του | καπλαμά | των | καπλαμάδων |
| αιτιατική | τον | καπλαμά | τους | καπλαμάδες |
| κλητική | καπλαμά | καπλαμάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καπλαμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kaplama + -ς
Ουσιαστικό
καπλαμάς αρσενικό
- λεπτό φύλλο ξύλου (και ξυλόφυλλο) που χρησιμοποιείται για να καλύψει μία επιφάνεια συνήθως ξύλινη
- (κατ’ επέκταση) το υλικό που προκύπτει από την επικάλυψη και το οποίο θεωρείται ξύλο κατώτερης ποιότητας
-
καπλαμάς στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.