καπλαμάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καπλαμάς οι καπλαμάδες
      γενική του καπλαμά των καπλαμάδων
    αιτιατική τον καπλαμά τους καπλαμάδες
     κλητική καπλαμά καπλαμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπλαμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kaplama +

Ουσιαστικό

καπλαμάς αρσενικό

  1. λεπτό φύλλο ξύλου (και ξυλόφυλλο) που χρησιμοποιείται για να καλύψει μία επιφάνεια συνήθως ξύλινη
  2. (κατ’ επέκταση) το υλικό που προκύπτει από την επικάλυψη και το οποίο θεωρείται ξύλο κατώτερης ποιότητας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.