ασημοκαπλαντισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασημοκαπλαντισμένος η ασημοκαπλαντισμένη το ασημοκαπλαντισμένο
      γενική του ασημοκαπλαντισμένου της ασημοκαπλαντισμένης του ασημοκαπλαντισμένου
    αιτιατική τον ασημοκαπλαντισμένο την ασημοκαπλαντισμένη το ασημοκαπλαντισμένο
     κλητική ασημοκαπλαντισμένε ασημοκαπλαντισμένη ασημοκαπλαντισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασημοκαπλαντισμένοι οι ασημοκαπλαντισμένες τα ασημοκαπλαντισμένα
      γενική των ασημοκαπλαντισμένων των ασημοκαπλαντισμένων των ασημοκαπλαντισμένων
    αιτιατική τους ασημοκαπλαντισμένους τις ασημοκαπλαντισμένες τα ασημοκαπλαντισμένα
     κλητική ασημοκαπλαντισμένοι ασημοκαπλαντισμένες ασημοκαπλαντισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασημοκαπλαντισμένος < ασήμι + -ο- + καπλαντισμένος

Επίθετο

ασημοκαπλαντισμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.