καπλαντίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καπλαντίζομαι | καπλαντιζόμουν(α) | θα καπλαντίζομαι | να καπλαντίζομαι | ||
| β' ενικ. | καπλαντίζεσαι | καπλαντιζόσουν(α) | θα καπλαντίζεσαι | να καπλαντίζεσαι | (καπλαντίζου) | |
| γ' ενικ. | καπλαντίζεται | καπλαντιζόταν(ε) | θα καπλαντίζεται | να καπλαντίζεται | ||
| α' πληθ. | καπλαντιζόμαστε | καπλαντιζόμαστε καπλαντιζόμασταν |
θα καπλαντιζόμαστε | να καπλαντιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | καπλαντίζεστε | καπλαντιζόσαστε καπλαντιζόσασταν |
θα καπλαντίζεστε | να καπλαντίζεστε | (καπλαντίζεστε) | |
| γ' πληθ. | καπλαντίζονται | καπλαντίζονταν καπλαντιζόντουσαν |
θα καπλαντίζονται | να καπλαντίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καπλαντίστηκα | θα καπλαντιστώ | να καπλαντιστώ | καπλαντιστεί | ||
| β' ενικ. | καπλαντίστηκες | θα καπλαντιστείς | να καπλαντιστείς | καπλαντίσου | ||
| γ' ενικ. | καπλαντίστηκε | θα καπλαντιστεί | να καπλαντιστεί | |||
| α' πληθ. | καπλαντιστήκαμε | θα καπλαντιστούμε | να καπλαντιστούμε | |||
| β' πληθ. | καπλαντιστήκατε | θα καπλαντιστείτε | να καπλαντιστείτε | καπλαντιστείτε | ||
| γ' πληθ. | καπλαντίστηκαν καπλαντιστήκαν(ε) |
θα καπλαντιστούν(ε) | να καπλαντιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω καπλαντιστεί | είχα καπλαντιστεί | θα έχω καπλαντιστεί | να έχω καπλαντιστεί | καπλαντισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις καπλαντιστεί | είχες καπλαντιστεί | θα έχεις καπλαντιστεί | να έχεις καπλαντιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει καπλαντιστεί | είχε καπλαντιστεί | θα έχει καπλαντιστεί | να έχει καπλαντιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε καπλαντιστεί | είχαμε καπλαντιστεί | θα έχουμε καπλαντιστεί | να έχουμε καπλαντιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε καπλαντιστεί | είχατε καπλαντιστεί | θα έχετε καπλαντιστεί | να έχετε καπλαντιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν καπλαντιστεί | είχαν καπλαντιστεί | θα έχουν καπλαντιστεί | να έχουν καπλαντιστεί | ||
Μεταφράσεις
καπλαντίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.