καμφορά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καμφορά | οι | καμφορές |
| γενική | της | καμφοράς | των | καμφορών |
| αιτιατική | την | καμφορά | τις | καμφορές |
| κλητική | καμφορά | καμφορές | ||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καμφορά < μεσαιωνική ελληνική καφουρά < αραβική كافور (kāfūr) < περσική كافور (kāfūr)
Ουσιαστικό
καμφορά θηλυκό
- (χημεία) η λευκή (ημι)διαφανής κρυσταλλική ουσία (C10H16O), με κηρώδη υφή και έντονη οσμή. Χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο για πολλούς λόγους ήδη από την αρχαιότητα
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.