καμφορά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμφορά οι καμφορές
      γενική της καμφοράς των καμφορών
    αιτιατική την καμφορά τις καμφορές
     κλητική καμφορά καμφορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καμφορά < μεσαιωνική ελληνική καφουρά < αραβική كافور (kāfūr) < περσική كافور (kāfūr)

Ουσιαστικό

καμφορά θηλυκό

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.