κάμφορα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κάμφορα | οι | κάμφορες |
| γενική | της | κάμφορας | των | καμφορών |
| αιτιατική | την | κάμφορα | τις | κάμφορες |
| κλητική | κάμφορα | κάμφορες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάμφορα < → δείτε τη λέξη καμφορά
Μεταφράσεις
κάμφορα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.