καμπανάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καμπανάρης | οι | καμπανάρηδες |
| γενική | του | καμπανάρη | των | καμπανάρηδων |
| αιτιατική | τον | καμπανάρη | τους | καμπανάρηδες |
| κλητική | καμπανάρη | καμπανάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kam.baˈna.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μπα‐νά‐ρης
Ουσιαστικό
καμπανάρης αρσενικό
- (λογοτεχνικό, επάγγελμα) ο κωδωνοκρούστης, κυρίως σε μοναστήρι
- (γενικότερα) ο νεωκόρος
- καμπάναρος
Συγγενικά
- Καμπανάρης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
καμπανάρης
|
|
Πηγές
- καμπανάρης σελ.3603 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- καμπανάρης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.