Καμπανάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καμπανάρης | οι | Καμπανάρηδες |
| γενική | του | Καμπανάρη | των | Καμπανάρηδων |
| αιτιατική | τον | Καμπανάρη | τους | Καμπανάρηδες |
| κλητική | Καμπανάρη | Καμπανάρηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καμπανάρης < επάγγελμα καμπανάρης[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kam.baˈna.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐μπα‐νά‐ρης
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Кампанарис
- λατινικοί χαρακτήρες: Kampanaris
Αναφορές
- Καμπανάρης σελ.203 - Συμεωνίδης, Χαράλαμπος. (2015) Παράρτημα: Αρχαία ελληνικά τοπωνύμια και επώνυμα..., [έως και νεότερα επώνυμα, ετυμολογίες], σελ.195-207 στο Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα (συλλογικό, επιμ. Κανάκης, Γεώργιος Κ.) Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015 pdf.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.