καμουφλαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καμουφλαρισμένος | η | καμουφλαρισμένη | το | καμουφλαρισμένο |
| γενική | του | καμουφλαρισμένου | της | καμουφλαρισμένης | του | καμουφλαρισμένου |
| αιτιατική | τον | καμουφλαρισμένο | την | καμουφλαρισμένη | το | καμουφλαρισμένο |
| κλητική | καμουφλαρισμένε | καμουφλαρισμένη | καμουφλαρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καμουφλαρισμένοι | οι | καμουφλαρισμένες | τα | καμουφλαρισμένα |
| γενική | των | καμουφλαρισμένων | των | καμουφλαρισμένων | των | καμουφλαρισμένων |
| αιτιατική | τους | καμουφλαρισμένους | τις | καμουφλαρισμένες | τα | καμουφλαρισμένα |
| κλητική | καμουφλαρισμένοι | καμουφλαρισμένες | καμουφλαρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
καμουφλαρισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.