καμουφλάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καμουφλάρω < (άμεσο δάνειο) γαλλική camoufler < ιταλική camuffare < capo (< λατινική caput) +‎ muffare (< φραγκική *gmolfell)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.muˈfla.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καμουφλάρω

Ρήμα

καμουφλάρω, αόρ.: καμουφλάρισα, παθ.φωνή: καμουφλάρομαι, π.αόρ.: καμουφλαρίστηκα, μτχ.π.π.: καμουφλαρισμένος

  1. καλύπτω κάτι με καμουφλάζ, με αποτέλεσμα να μην το βλέπουν ή να μην αντιλαμβάνονται τι ακριβώς είναι
      Ἡ εὐλόγως αὐστηρὰ ἐντολὴ τῶν ἀρχῶν ὅπως οἱ αὐτοκινιτισταὶ «καμουφλάρουν» τὰ φῶτα τῶν παντοειδῶν ὁχημάτων των. Από την εφημερίδα Ακρόπολις, 31 Οκτωβρίου 1940
  2. (κατ’ επέκταση) συγκαλύπτω ή κρύβω κάτι με διάφορους τρόπους

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.