καμουφλάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καμουφλάρισμα | τα | καμουφλαρίσματα |
| γενική | του | καμουφλαρίσματος | των | καμουφλαρισμάτων |
| αιτιατική | το | καμουφλάρισμα | τα | καμουφλαρίσματα |
| κλητική | καμουφλάρισμα | καμουφλαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.muˈfla.ɾi.zma/
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις καμουφλάρω και καμουφλάζ
Μεταφράσεις
καμουφλάρισμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.