καμαραϊκά αγγεία
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καμαραϊκά αγγεία < → δείτε τις λέξεις καμαραϊκός και αγγείο
Πολυλεκτικός όρος
καμαραϊκά αγγεία ουδέτερο στον πληθυντικό
- (αρχαιολογία) κεραμική της Μεσομινωικής περιόδου που διακρίνεται για την πολύχρωμη διακόσμησή της
Μεταφράσεις
καμαραϊκά αγγεία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.