καλόγνωμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλόγνωμος η καλόγνωμη το καλόγνωμο
      γενική του καλόγνωμου της καλόγνωμης του καλόγνωμου
    αιτιατική τον καλόγνωμο την καλόγνωμη το καλόγνωμο
     κλητική καλόγνωμε καλόγνωμη καλόγνωμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλόγνωμοι οι καλόγνωμες τα καλόγνωμα
      γενική των καλόγνωμων των καλόγνωμων των καλόγνωμων
    αιτιατική τους καλόγνωμους τις καλόγνωμες τα καλόγνωμα
     κλητική καλόγνωμοι καλόγνωμες καλόγνωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καλόγνωμος < καλό- + γνώμ(η) + -ος. Ίδια σημασία: ελληνιστική κοινή καλογνώμων[1] + -ος < αρχαία ελληνική καλός + γνώμη

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈlo.ɣno.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλόγνωμος

Επίθετο

καλόγνωμος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις καλός και γνώμη

  • καλογνωρίζω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.