καλόγνωμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλόγνωμος | η | καλόγνωμη | το | καλόγνωμο |
| γενική | του | καλόγνωμου | της | καλόγνωμης | του | καλόγνωμου |
| αιτιατική | τον | καλόγνωμο | την | καλόγνωμη | το | καλόγνωμο |
| κλητική | καλόγνωμε | καλόγνωμη | καλόγνωμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλόγνωμοι | οι | καλόγνωμες | τα | καλόγνωμα |
| γενική | των | καλόγνωμων | των | καλόγνωμων | των | καλόγνωμων |
| αιτιατική | τους | καλόγνωμους | τις | καλόγνωμες | τα | καλόγνωμα |
| κλητική | καλόγνωμοι | καλόγνωμες | καλόγνωμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλόγνωμος < καλό- + γνώμ(η) + -ος. Ίδια σημασία: ελληνιστική κοινή καλογνώμων[1] + -ος < αρχαία ελληνική καλός + γνώμη
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈlo.ɣno.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λό‐γνω‐μος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- καλογνωρίζω
Αναφορές
- καλόγνωμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.