good

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡʊd/

Επίθετο

παραθετικά
θετικός good
συγκριτικός better
υπερθετικός best

good (en)

  • καλός, που έχει μια χρήσιμη ή βοηθητική επίδραση σε κάποιον ή κάτι
    This is good for your health.
    Αυτό είναι καλό για την υγεία σου.

Εκφράσεις

με τις προθέσεις:

Σημειώσεις

Αντώνυμα

Συγγενικά

Επίρρημα

παραθετικά
θετικός good
συγκριτικός better
υπερθετικός best

good (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
good goods

good (en)

  • (μόνο πληθυντικός) τα αγαθά, τα είδη, το εμπόρευμα
    All goods are exchanged for money.
    Όλα τα αγαθά ανταλλάσσονται με χρήμα.
    They taxed tobacco and luxury goods.
    Φορολόγησαν τον καπνό και τα είδη πολυτελείας.
    The goods have not yet cleared customs.
    Το εμπόρευμα δεν έχει ακόμα εκτελωνιστεί.
     συνώνυμα: commodity

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.