good
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡʊd/
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | good |
| συγκριτικός | better |
| υπερθετικός | best |
good (en)
- καλός, που έχει μια χρήσιμη ή βοηθητική επίδραση σε κάποιον ή κάτι
- ↪ This is good for your health.
- Αυτό είναι καλό για την υγεία σου.
- ↪ This is good for your health.
Εκφράσεις
με τις προθέσεις:
- good at: καλός σε κάτι
- good in: καλός σε κάτι συγκεκριμένο που έχει περιγραφεί ή όταν είθισται ως έκφραση
- good thing
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.