καλομαθαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καλομαθαίνω < μεσαιωνική ελληνική καλομαθαίνω < καλό- + μαθαίνω

Ρήμα

καλομαθαίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάποιον να συνηθίσει σε μια άνετη κι ευχάριστη ζωή
  2. (αμετάβατο) συνηθίζω σε μια άνετη κι ευχάριστη ζωή
  3. κάνω σε κάποιον όλα τα χατίρια, παραχαϊδεύω
     συνώνυμα: κακομαθαίνω, παραχαϊδεύω, χαλάω

Συγγενικά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.