καλομαθαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καλομαθαίνω < μεσαιωνική ελληνική καλομαθαίνω < καλό- + μαθαίνω
Ρήμα
καλομαθαίνω
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να συνηθίσει σε μια άνετη κι ευχάριστη ζωή
- (αμετάβατο) συνηθίζω σε μια άνετη κι ευχάριστη ζωή
- κάνω σε κάποιον όλα τα χατίρια, παραχαϊδεύω
Συγγενικά
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
καλομαθαίνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.