παραχαϊδεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραχαϊδεύω < παρα- + χαϊδεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾa.xai̯ˈðe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραχαϊδεύω

Ρήμα

παραχαϊδεύω, αόρ.: παραχάιδεψα, παθ.φωνή: παραχαϊδεύομαι, π.αόρ.: παραχαϊδεύτηκα, μτχ.π.π.: παραχαϊδεμένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.