spoil

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
spoil spoils

spoil (en)

Ρήμα

ενεστώτας spoil
γ΄ ενικό ενεστώτα spoils
αόριστος spoiled
παθητική μετοχή spoiled
ενεργητική μετοχή spoiling

spoil (en)

  1. (μεταβατικό) χαλάω κάτι (το καταστρέφω)
  2. (μεταβατικό) χαλάω κάποιον (τον κακομαθαίνω)
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) αλλοιώνω, χαλάω για φαγητό
    Heat can spoil the food.
    Η ζέστη μπορεί να αλλοιώσει το τρόφιμα.
    Meat/fish spoils in the heat.
    Το κρέας/το ψωμί αλλοιώνεται στην ζέστη.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.