καλλικέλαδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλλικέλαδος | η | καλλικέλαδη | το | καλλικέλαδο |
| γενική | του | καλλικέλαδου | της | καλλικέλαδης | του | καλλικέλαδου |
| αιτιατική | τον | καλλικέλαδο | την | καλλικέλαδη | το | καλλικέλαδο |
| κλητική | καλλικέλαδε | καλλικέλαδη | καλλικέλαδο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλλικέλαδοι | οι | καλλικέλαδες | τα | καλλικέλαδα |
| γενική | των | καλλικέλαδων | των | καλλικέλαδων | των | καλλικέλαδων |
| αιτιατική | τους | καλλικέλαδους | τις | καλλικέλαδες | τα | καλλικέλαδα |
| κλητική | καλλικέλαδοι | καλλικέλαδες | καλλικέλαδα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλλικέλαδος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καλλικέλαδος < αρχαία ελληνική καλλι- (< καλός) + κέλαδος
Επίθετο
καλλικέλαδος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές)
- (για πουλιά) που κελαηδάει ωραία
- (κατ’ επέκταση) που ηχεί ωραία
- (μεταφορικά) (για ανθρώπους) καλλίφωνος
Μεταφράσεις
καλλικέλαδος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.