καλαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλαρισμένος | η | καλαρισμένη | το | καλαρισμένο |
| γενική | του | καλαρισμένου | της | καλαρισμένης | του | καλαρισμένου |
| αιτιατική | τον | καλαρισμένο | την | καλαρισμένη | το | καλαρισμένο |
| κλητική | καλαρισμένε | καλαρισμένη | καλαρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλαρισμένοι | οι | καλαρισμένες | τα | καλαρισμένα |
| γενική | των | καλαρισμένων | των | καλαρισμένων | των | καλαρισμένων |
| αιτιατική | τους | καλαρισμένους | τις | καλαρισμένες | τα | καλαρισμένα |
| κλητική | καλαρισμένοι | καλαρισμένες | καλαρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
καλαρισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καλάρω
- ↪ το πλεούμενο με καλαρισμένα τα πανιά... (με μαζεμένα τα πανιά)
Μεταφράσεις
καλαρισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.