ἀσάμινθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀσάμινθος | αἱ | ἀσάμινθοι |
| γενική | τῆς | ἀσαμίνθου | τῶν | ἀσαμίνθων |
| δοτική | τῇ | ἀσαμίνθῳ | ταῖς | ἀσαμίνθοις |
| αιτιατική | τὴν | ἀσάμινθον | τὰς | ἀσαμίνθους |
| κλητική ὦ! | ἀσάμινθε | ἀσάμινθοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀσαμίνθω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀσαμίνθοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀσάμινθος < προελληνική [1] (πβ. ακκαδικά 𒉏𒋛𒂊𒌈: nim-se-e-tum / namasittu)
Ουσιαστικό
ᾰ̓σᾰ́μινθος, -ου θηλυκό
- ασάμινθος: λουτήρας, μπανιέρα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 456 (454-457)
- τὸν δ᾽ ἐπεὶ οὖν δμῳαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ, | ἀμφὶ δέ μιν χλαῖναν καλὴν βάλον ἠδὲ χιτῶνα, | ἔκ ῥ᾽ ἀσαμίνθου βὰς ἄνδρας μέτα οἰνοποτῆρας | ἤϊε·
- Κι αφού τον έλουσαν οι δούλες και τον άλειψαν με λάδι, | του φόρεσαν ωραία χλαμύδα και χιτώνα. Κι έτσι λαμπρός | βγήκε από τον λουτρό και προχωρούσε προς τους άλλους | που έπιναν κρασί.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- τὸν δ᾽ ἐπεὶ οὖν δμῳαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ, | ἀμφὶ δέ μιν χλαῖναν καλὴν βάλον ἠδὲ χιτῶνα, | ἔκ ῥ᾽ ἀσαμίνθου βὰς ἄνδρας μέτα οἰνοποτῆρας | ἤϊε·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 87 (85-87)
- αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἵκοντο δόμους εὖ ναιετάοντας, | χλαίνας μὲν κατέθεντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε, | ἐς δ᾽ ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο.
- Όταν σε λίγο φτάνουν στο καλοχτισμένο μέγαρο, | απόθεσαν τις χλαίνες σε πολυθρόνες και καθίσματα, | κι αμέσως πήγαν να λουστούν στους απαστράπτοντες λουτήρες.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἵκοντο δόμους εὖ ναιετάοντας, | χλαίνας μὲν κατέθεντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε, | ἐς δ᾽ ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 370 (370-371)
- ἐκ δ᾽ ἀσαμίνθου βῆ· θαύμαζε δέ μιν φίλος υἱός, | ὡς ἴδεν ἀθανάτοισι θεοῖς ἐναλίγκιον ἄντην·
- Κι έτσι που βγήκε απ᾽ τον λουτρό, ο γιος του τώρα τον καμάρωνε, | βλέποντας πια να μοιάζει με τους αθάνατους θεούς.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἐκ δ᾽ ἀσαμίνθου βῆ· θαύμαζε δέ μιν φίλος υἱός, | ὡς ἴδεν ἀθανάτοισι θεοῖς ἐναλίγκιον ἄντην·
- ≈ συνώνυμα: λουτήρ, πύελος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 456 (454-457)
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- ἀσάμινθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀσάμινθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.