ἀσάμινθος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀσάμινθος αἱ ἀσάμινθοι
      γενική τῆς ἀσαμίνθου τῶν ἀσαμίνθων
      δοτική τῇ ἀσαμίνθ ταῖς ἀσαμίνθοις
    αιτιατική τὴν ἀσάμινθον τὰς ἀσαμίνθους
     κλητική ! ἀσάμινθε ἀσάμινθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀσαμίνθω
γεν-δοτ τοῖν  ἀσαμίνθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀσάμινθος < προελληνική [1] (πβ. ακκαδικά 𒉏𒋛𒂊𒌈: nim-se-e-tum / namasittu)

Ουσιαστικό

ᾰ̓σᾰ́μινθος, -ου θηλυκό

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.