ἀψίνθιον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἀψίνθιον< (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀψίνθιον
- ἀψίθιν
Πηγές
- ἀψίνθιον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἀψίνθιον | τὰ | ἀψίνθιᾰ |
| γενική | τοῦ | ἀψινθίου | τῶν | ἀψινθίων |
| δοτική | τῷ | ἀψινθίῳ | τοῖς | ἀψινθίοις |
| αιτιατική | τὸ | ἀψίνθιον | τὰ | ἀψίνθιᾰ |
| κλητική ὦ! | ἀψίνθιον | ἀψίνθιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀψινθίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀψινθίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀψίνθιον, ήδη στον Ιπποκράτη < προελληνική
Ουσιαστικό
ἀψίνθιον ουδέτερο
- (φυτό) η άψινθος
- ※ Ἔνια δὲ πάλιν ὠφελοῦντα τῶν ἀηδῶν καὶ πικρῶν οἷον καὶ τὰ ἄρτι λεχθέντα κενταύριον καὶ ἀψίνθιον καὶ ὅσα δὴ φαρμακωδεστέρους ἔτι τοὺς χυμοὺς ἔχει· πολλὰ γὰρ καὶ τούτων ὀνίνησι (Θεόφρραστος, Περί φυτῶν αἰτίων, 6.4.6)
Συγγενικά
- ἀψινθίτης
- ἀψινθιώδης
Πηγές
- ἀψίνθιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.