ΚΑΕ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ΚΑΕ: όπως στους ορισμούς

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈe/

Συντομομορφή

ΚΑΕ ή Κ.Α.Ε. αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο

  1. Καταστήματα Αφορολογήτων Ειδών
  2. (αθλητισμός, μπάσκετ) Καλαθοσφαιρική Ανώνυμη Εταιρεία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.