ΚΑΕ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ΚΑΕ: όπως στους ορισμούς
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈe/
Συντομομορφή
ΚΑΕ ή Κ.Α.Ε. αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο
- Καταστήματα Αφορολογήτων Ειδών
- (αθλητισμός, μπάσκετ) Καλαθοσφαιρική Ανώνυμη Εταιρεία
Μεταφράσεις
αφορολόγητα είδη
|
|
ομάδα μπάσκετ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.