όσο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

όσο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὅσον, ουδέτερο του ὅσος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: όσο

Επίρρημα

όσο

  1. για δήλωση ποσότητας ή έκτασης, ενίοτε σε ίδιο επίπεδο με μια άλλη
    Θα μείνω όσο θέλεις.
    • με επίρρημα συγκριτικού βαθμού
      Όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο.
  2. για δήλωση αναφοράς
    όσο για τον αδερφό του
  3. δηλώνει προσδοκώμενη πράξη η οποία θα συντελεστεί συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση
    Ας περιμένουμε όσο να σταματήσει η βροχή.
  4. συχνά σε διηγήσεις με το να δηλώνει πράξη η οποία χρονικά ακολουθεί την πράξη της κύριας προσδιοριζόμενης πρότασης
    Όσο να τελειώσεις εσύ, εγώ θα 'χω γυρίσει.

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.